- μάχαιρα
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου.
* * *η (ΑM μάχαιρα)1. όργανο με λαβή και μεταλλική λεπίδα, κοφτερή στη μια ακμή της, το οποίο χρησιμοποιείται για κόψιμο, μαχαίρι2. πολεμικό εγχειρίδιο, μικρό ξίφος3. (ως μεγεθ.) μεγάλο μαχαίρινεοελλ.1. ιατρ. φρ. «μεσόστεος μάχαιρα» — δίκοπο μαχαίρι για την κοπή τών αρθρώσεων2. παροιμ. «μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβης» — λέγεται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το ένα κακό ανταποδίδεται με άλλο κακόαρχ.1. σπάθη, καμπύλο ξίφος («ἐπιδεῑξαι αὐτὸν ἔφη πολλὰς μὲν μαχαίρας πολλὰ δὲ ξίφη, πολλοὺς δὲ ὀβελίσκους», Ξεν.)2. ξυράφι3. είδος πολύτιμου λίθου4. τμήμα τού ήπατος5. μτφ. τιμωρητικός λόγος, λόγος που σφάζει6. φρ. α) «Δελφικὴ μάχαιρα»i) είδος μαχαιριού για ποικίλες χρήσειςii) μτφ. λαίμαργοςβ) «μάχαιρα ἱππική» — το ξίφος τού ιππέαγ) «οἱ ἐπὶ τῆς μαχαίρας» — είδος σωματοφυλάκωνδ) «οἱ ἐπὶ μαχαίρας τασσόμενοι» — αυτοί που είχαν εξουσία ζωής ή θανάτουε) «διὰ μαχαιρῶν καὶ πυρός» — με τα πιο φρικτά βασανιστήρια μέσαστ) «ἡ μάχαιρα τοῡ πνεύματος» — η πνευματικότητα, η οξύνοια7. παροιμ. α) «μαχαίρᾳ πῡρ μὴ σκαλεύειν» — λεγόταν για αποτροπή ερεθισμού ή πρόκλησης τών κακών ανθρώπων.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. (< *μαχαρ-jα) με επίθημα -ja- (πρβλ. γέραιρα, χίμαιρα). Η λ. έχει συνδεθεί με το ρ. μάχομαι* και με τη λ. μάγειρος*. Η υπόθεση, εξάλλου, ότι πρόκειται για δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. mekērā) είναι επίσης ελάχιστα πιθανή, καθώς έχει διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη, ότι δηλ. ο εβρ. τ. είναι δάνειο από την Ελληνική. Η Λατινική έχει δανειστεί τη λ. (πρβλ. λατ. machaera).ΠΑΡ. μαχαιράς, μαχαίρι, μαχαιρίςαρχ.μαχαιρίων, μαχαιρωτός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μαχαιροθήκη, μαχαιροποιός, μαχαιροφόροςαρχ.μαχαιροδέτης, μαχαιρομαχώ, μαχαιροπώλης, μαχαιροφόνος, μαχαιροφοράαρχ.-μσν.μαχαιροκοπώ. (Β' συνθετικό) (σε -μάχαιρα): αρχ. δρεπανομάχαιρα, εγγαστριμάχαιρα, ξιφομάχαιρα(σε -μάχαιρος): αρχ. αμάχαιρος, διμάχαιρος].
Dictionary of Greek. 2013.